ναυάγιον: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυάγιον:''' [ᾱ], τό, Ιων. [[ναυήγιον]],<br /><b class="num">I.</b> [[απομεινάρι]], [[λείψανο]] ναυαγισμένου πλοίου, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Θουκ.· μεταφ., [[ναυάγια]] ἱππικά, συντρίμμια άρματος που ανατράπηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ναυαγία]], <i>ἡ</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''ναυάγιον:''' [ᾱ], τό, Ιων. [[ναυήγιον]],<br /><b class="num">I.</b> [[απομεινάρι]], [[λείψανο]] ναυαγισμένου πλοίου, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Θουκ.· μεταφ., [[ναυάγια]] ἱππικά, συντρίμμια άρματος που ανατράπηκε, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ναυαγία]], <i>ἡ</i>, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυάγιον:''' ион. [[ναυήγιον]] (ᾱγ) τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> остатки разбитого корабля, обломок от кораблекрушения ([[θάλασσα]] ναυαγίων πλήθουσα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> обломок: [[ναυάγια]] [[ἱππικά]] Soph. обломки разбитых колесниц;<br /><b class="num">3)</b> перен. крушение, гибель (τῆς πόλεως, οἴκων Plut.).
}}
}}