νεκτάρεος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκτάρεος:''' [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του <i>νέκταρος</i>· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, [[αρωματικός]], ή, γενικά, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], [[έξοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, <i>νεκταρέαι σπονδαί</i>, σπονδές από [[νέκταρ]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''νεκτάρεος:''' [ᾰ], -έα, Ιων. -έη, -εον, αυτός που έχει τις ιδιότητες του <i>νέκταρος</i>· λέγεται για ενδύματα, πιθ., αρωματισμένος, [[αρωματικός]], ή, γενικά, [[θεϊκός]], [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], [[έξοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· κυριολεκτικώς, <i>νεκταρέαι σπονδαί</i>, σπονδές από [[νέκταρ]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκτάρεος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> нектарный (σπονδαί Pind.; [[πόμα]] Luc.; κύλικες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> благоухающий, словно нектар или божественно-прекрасный ([[ἑανός]], [[χιτών]] Hom.).
}}
}}