νεφελώδης: Difference between revisions

3b
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
|mltxt=-ες (Α [[νεφελώδης]], -ῶδες) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] με σύννεφα, [[νεφοσκεπής]], [[συννεφιασμένος]] («[[νεφελώδης]] [[ουρανός]]»)<br /><b>2.</b> όμοιος με [[σύννεφο]] («[[νεφελώδης]] [[κονιορτός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]], [[ακαθόριστος]], συγκεχυμένος, [[θολός]] («ο [[λόγος]] του ήταν [[νεφελώδης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για οφθαλμό) αυτός που παρουσιάζει [[θολερότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεφελώδης:''' Arst. = [[νεφελοειδής]].
}}
}}