νεοσπάς: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοσπάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ, αυτός που [[μόλις]] ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
|lsmtext='''νεοσπάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ, αυτός που [[μόλις]] ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσπάς:''' άδος adj. свежесорванный (θαλλοί Soph.).
}}
}}