ὀβολοστάτης: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀβολοστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἵστημι]]), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. [[αισχροκερδής]] [[τοκογλύφος]], σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. [[τέχνη]]), <i>ἡ</i>, το [[επάγγελμα]] του τοκογλύφου, [[τοκογλυφία]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβολοστάτης:''' ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.
}}
}}