οἰστροβολέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πλήττω]] με βέλη σα να είχα [[κεντρί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''οἰστροβολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πλήττω]] με βέλη σα να είχα [[κεντρί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστροβολέω:''' досл. жалить, колоть, поражать, перен. возбуждать, терзать (τινα Anth.).
}}
}}