ὀκλάζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκλασα</i>· [[κάθομαι]] με λυγισμένα [[γόνατα]], [[οκλαδόν]], σε Ξεν.· <i>ἐςγόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν</i>, λέγεται για στρατιώτη που αναμένει [[επίθεση]], σε Λουκ.· λέγεται για καταβεβλημένο οδοιπόρο, σε Σοφ.· με αιτ., χρησιμ. για ζώα, που λυγίζουν τα [[πίσω]] ή τα μπροστινά τους πόδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀκλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκλασα</i>· [[κάθομαι]] με λυγισμένα [[γόνατα]], [[οκλαδόν]], σε Ξεν.· <i>ἐςγόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν</i>, λέγεται για στρατιώτη που αναμένει [[επίθεση]], σε Λουκ.· λέγεται για καταβεβλημένο οδοιπόρο, σε Σοφ.· με αιτ., χρησιμ. για ζώα, που λυγίζουν τα [[πίσω]] ή τα μπροστινά τους πόδια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκλάζω:''' <b class="num">1)</b> приседать, садиться, опускаться (ἐπ᾽ ἄκρου λάου Soph.; ἐς [[γόνυ]] Luc.): καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Xen. (танцор) то приседал, то вскакивал;<br /><b class="num">2)</b> сгибать: ὀ. τὰ ὀπίστια Xen. приседать на задние ноги;<br /><b class="num">3)</b> перен. падать, ослабевать, убывать (κραδίης ὤκλασεν [[ὄγκος]] Anth.).
}}
}}