ξυλουργέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῠλουργέω:''' (*[[ἔργω]]), [[κατεργάζομαι]] ξύλα, είμαι [[ξυλουργός]], [[μαραγκός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ξῠλουργέω:''' (*[[ἔργω]]), [[κατεργάζομαι]] ξύλα, είμαι [[ξυλουργός]], [[μαραγκός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῠλουργέω:''' обрабатывать дерево, плотничать Her.
}}
}}