ὀλιγαρχικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγαρχικός:''' <b class="num">1)</b> олигархический ([[κόσμος]] Thuc.; [[νόμος]], [[πολιτεία]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сочувствующий олигархии ([[ἄνδρες]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ сторонник олигархии Plat., Arst.
}}
}}