ὀμνύω: Difference between revisions

3b
(28)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀμνύω]], Α και [[ὄμνυμι]])<br /><b>1.</b> ορκίζομαι, [[παίρνω]] όρκο («ἐγὼ δὲ [[λέγω]] ὑμῑν μὴ [[ὀμόσαι]] [[ὅλως]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με όρκο, [[παρέχω]] ένορκη [[διαβεβαίωση]] («[[ἐπειδὴ]] δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει [[προσπάθεια]] να συνδεθεί το ρ. με το αρχ. ινδ. <i>amiti</i>, το οποίο [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] σημαίνει «[[πιάνω]], [[αρπάζω]], [[δράττομαι]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>rtam </i><i>ā</i><i>mit</i> «ορκίζεται στον <i>rta</i>»). Σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], και η ελλ. φρ. <i>ὅρκον ὀμνύναι</i> σημαίνει «[[πιάνω]] τον <i>όρκο</i>», δηλ. το [[ιερό]] [[αντικείμενο]] στο οποίο ορκίζομαι (<b>βλ. λ.</b> <i>όρκος</i>) και, [[επομένως]], υπάρχει [[στήριγμα]] για τη [[σύνδεση]] του ελλ. ρ. με την αρχ. ινδ. λ. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[μορφολογία]] του ρ. Ο αόρ. <i>ὤμοσα</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] αναμφισβήτητα αρχ., οδηγεί σε θ. <i>ὀμο</i>-, [[οπότε]] η αναμενόμενη [[μορφή]] του μέλλ. θα ήταν [[ὀμοῦμαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀμό</i>-<i>ομαι</i> και όχι <span style="color: red;"><</span> <i>ὀμέομαι</i>. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται και στο ομηρ. [[κείμενο]], όπου απαντά ο μέλλ. [[ὀμοῦμαι]], ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε <i>ὀμόομαι</i>, [[αφού]] ο τ. <i>ὀμέομαι</i> στην ομηρ. [[γλώσσα]] θα έδινε <i>ὀμεῦμαι</i>. Ωστόσο, η πιο πιθανή [[άποψη]] [[είναι]] ότι ο μέλλ. [[ὀμοῦμαι]] ακολουθεί [[κατά]] την [[κλίση]] τους μέλλ. σε -<i>οῦμαι</i> / -<i>έομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θορέομαι</i> μέλλ. του [[θρώσκω]]). Ο παρακμ. <i>ὀμ</i>-<i>ώμο</i>-<i>κα</i> [[είναι]] [[νεώτερος]] σχηματ. που απαντά για πρώτη [[φορά]] στην Αττική (αττ. [[διπλασιασμός]]). Τέλος, η [[μετάσταση]] του αθέματου ενεστ. [[ὄμνυμι]] στη θεματική [[συζυγία]] (<i>ὀμνύ</i>-<i>ω</i>) έγινε μέσω παλαιών τ. της μτχ. (<i>ὀμνύ</i>-<i>ων</i>) και του γ' πληθ. (<i>ὀμνύ</i>-<i>ουσι</i>, <i>ὤμνυ</i>-<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> [[δείκνυμι]]: [[δεικνύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ομοτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ομότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανθυπόμνυμι]], <i>ανταπόμνυμι</i>, [[αντόμνυμι]], [[απόμνυμι]], [[διόμνυμι]], [[εξόμνυμι]], [[επόμνυμι]], [[κατόμνυμι]], [[προόμνυμι]], [[προσεπόμνυμι]], [[προσόμνυμι]], [[συνεξόμνυμι]], [[συνεπόμνυμι]], [[συνόμνυμι]], [[υπόμνυμι]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀμνύω]], Α και [[ὄμνυμι]])<br /><b>1.</b> ορκίζομαι, [[παίρνω]] όρκο («ἐγὼ δὲ [[λέγω]] ὑμῑν μὴ [[ὀμόσαι]] [[ὅλως]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] με όρκο, [[παρέχω]] ένορκη [[διαβεβαίωση]] («[[ἐπειδὴ]] δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει [[προσπάθεια]] να συνδεθεί το ρ. με το αρχ. ινδ. <i>amiti</i>, το οποίο [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] σημαίνει «[[πιάνω]], [[αρπάζω]], [[δράττομαι]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>rtam </i><i>ā</i><i>mit</i> «ορκίζεται στον <i>rta</i>»). Σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], και η ελλ. φρ. <i>ὅρκον ὀμνύναι</i> σημαίνει «[[πιάνω]] τον <i>όρκο</i>», δηλ. το [[ιερό]] [[αντικείμενο]] στο οποίο ορκίζομαι (<b>βλ. λ.</b> <i>όρκος</i>) και, [[επομένως]], υπάρχει [[στήριγμα]] για τη [[σύνδεση]] του ελλ. ρ. με την αρχ. ινδ. λ. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[μορφολογία]] του ρ. Ο αόρ. <i>ὤμοσα</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] αναμφισβήτητα αρχ., οδηγεί σε θ. <i>ὀμο</i>-, [[οπότε]] η αναμενόμενη [[μορφή]] του μέλλ. θα ήταν [[ὀμοῦμαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὀμό</i>-<i>ομαι</i> και όχι <span style="color: red;"><</span> <i>ὀμέομαι</i>. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται και στο ομηρ. [[κείμενο]], όπου απαντά ο μέλλ. [[ὀμοῦμαι]], ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε <i>ὀμόομαι</i>, [[αφού]] ο τ. <i>ὀμέομαι</i> στην ομηρ. [[γλώσσα]] θα έδινε <i>ὀμεῦμαι</i>. Ωστόσο, η πιο πιθανή [[άποψη]] [[είναι]] ότι ο μέλλ. [[ὀμοῦμαι]] ακολουθεί [[κατά]] την [[κλίση]] τους μέλλ. σε -<i>οῦμαι</i> / -<i>έομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θορέομαι</i> μέλλ. του [[θρώσκω]]). Ο παρακμ. <i>ὀμ</i>-<i>ώμο</i>-<i>κα</i> [[είναι]] [[νεώτερος]] σχηματ. που απαντά για πρώτη [[φορά]] στην Αττική (αττ. [[διπλασιασμός]]). Τέλος, η [[μετάσταση]] του αθέματου ενεστ. [[ὄμνυμι]] στη θεματική [[συζυγία]] (<i>ὀμνύ</i>-<i>ω</i>) έγινε μέσω παλαιών τ. της μτχ. (<i>ὀμνύ</i>-<i>ων</i>) και του γ' πληθ. (<i>ὀμνύ</i>-<i>ουσι</i>, <i>ὤμνυ</i>-<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> [[δείκνυμι]]: [[δεικνύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ομοτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ομότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανθυπόμνυμι]], <i>ανταπόμνυμι</i>, [[αντόμνυμι]], [[απόμνυμι]], [[διόμνυμι]], [[εξόμνυμι]], [[επόμνυμι]], [[κατόμνυμι]], [[προόμνυμι]], [[προσεπόμνυμι]], [[προσόμνυμι]], [[συνεξόμνυμι]], [[συνεπόμνυμι]], [[συνόμνυμι]], [[υπόμνυμι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμνύω:''' (ῠ) (только 1 л. sing. praes. 3 л. sing. imper. ὀμνυέτω и 3 л. sing. impf. ὤμνυε) Hom., Xen. = [[ὄμνυμι]].
}}
}}