ὄλυνθος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄλυνθος:''' ὁ, [[σύκο]] που βγαίνει το χειμώνα και το οποίο [[σπανίως]] ωριμάζει, πρόωρο [[σύκο]], Λατ. [[grossus]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ὄλυνθος:''' ὁ, [[σύκο]] που βγαίνει το χειμώνα και το οποίο [[σπανίως]] ωριμάζει, πρόωρο [[σύκο]], Λατ. [[grossus]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὄλυνθος:''' ὁ зимняя (обычно не вызревающая) фига Hes., Her., NT.
}}
}}