ὀξυωπής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξυωπής:''' -ές (ὤψ), αυτός που έχει [[οξεία]], ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.
|lsmtext='''ὀξυωπής:''' -ές (ὤψ), αυτός που έχει [[οξεία]], ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠωπής:''' обладающий острым зрением, зоркий (ὀφθαλμοί Arst.).
}}
}}