3,274,498
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμμᾰτόω:''' <b class="num">1)</b> снабжать глазами Diod.;<br /><b class="num">2)</b> разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум. | |||
}} | }} |