ὀμματόω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀμμᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[βάζω]] σε [[κάτι]] μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., <i>φρὴνὠμματωμένη</i>, [[νόηση]] προικισμένη με μάτια, με ενορατικές [[δηλαδή]] ικανότητες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμμᾰτόω:''' <b class="num">1)</b> снабжать глазами Diod.;<br /><b class="num">2)</b> разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум.
}}
}}