ὄρεσφι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρεσφι:''' -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του [[ὄρος]], [[βουνό]].
|lsmtext='''ὄρεσφι:''' -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του [[ὄρος]], [[βουνό]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρεσφι:''' (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к [[ὄρος]].
}}
}}