ὀργιαστικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργιαστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για ιεροπραξίες, [[συναρπαστικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὀργιαστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για ιεροπραξίες, [[συναρπαστικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργιαστικός:''' возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ [[αὐλός]] Arst.).
}}
}}