ὀπωπή: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπωπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;<br /><b class="num">2)</b> зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.
}}
}}