παιγνιήμων: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιγνιήμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παιγνιήμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιγνιήμων:''' 2, gen. ονος любящий забавы Her.
}}
}}