παλίρροπος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρροπος:''' согнутый, склоненный ([[γόνυ]] Eur.).
}}
}}