παλίντροπος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίντροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι στραμμένος [[πίσω]], απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. [[retortus]], <i>παλίντροπα ὄμματα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που γυρίζει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίντροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι στραμμένος [[πίσω]], απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. [[retortus]], <i>παλίντροπα ὄμματα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που γυρίζει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίντροπος:''' <b class="num">1)</b> отведенный в сторону ([[ὄψις]], ὄμματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> обращенный в обратную сторону, т. е. идущий назад (π. ἐκ πολέμοιο Anth.): ἥντιν᾽ αὖ π. κέλευθον ἕρπεις Soph. (скажи мне), почему ты возвращаешься;<br /><b class="num">3)</b> принявший противоположное направление ([[ἐλπίς]] Polyb.) или принявший иной оборот (παλίντροπον ποιεῖν τὴν μάχην Diod.): γενομένης παλιντρόπου τῆς νίκης Plut. когда победа (Сертория) сменилась поражением.
}}
}}