παραδαρθάνω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραδαρθάνω:''' μέλ. <i>δαρθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>παρέδαρθον</i>, Επικ. <i>παρέδρᾰθον</i>, απαρ. [[παραδραθέειν]]· [[κοιμάμαι]] δίπλα σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''παραδαρθάνω:''' μέλ. <i>δαρθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>παρέδαρθον</i>, Επικ. <i>παρέδρᾰθον</i>, απαρ. [[παραδραθέειν]]· [[κοιμάμαι]] δίπλα σε κάποιον [[άλλο]], με δοτ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραδαρθάνω:''' (aor. 2 παρέδαρθον - эп. παρέδρᾰθον; эп. inf. [[παραδραθέειν]]) вместе или рядом спать (τινί Hom.).
}}
}}