παραμπέχω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραμπέχω:''' ή -αμπίσχω, μέλ. <i>-αμφέξω</i>, αόρ. βʹ <i>-ήμπισχον</i>· [[τυλίγω]] [[κάτι]] γύρω μου ως [[μανδύα]]· μεταφ., [[παραμπέχω]] λόγους, [[χρησιμοποιώ]] προσχήματα, [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παραμπέχω:''' ή -αμπίσχω, μέλ. <i>-αμφέξω</i>, αόρ. βʹ <i>-ήμπισχον</i>· [[τυλίγω]] [[κάτι]] γύρω μου ως [[μανδύα]]· μεταφ., [[παραμπέχω]] λόγους, [[χρησιμοποιώ]] προσχήματα, [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραμπέχω:''' укрывать, скрывать, таить (οὐδὲν [[δεῖ]] π. λόγους Eur.).
}}
}}