παραινέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραινέω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>παρῄνει</i>, Ιων. παραίνεε· μέλ. <i>-έσω</i> και <i>-έσομαι</i>· αόρ. αʹ [[παρῄνεσα]], παρακ. <i>παρῄνεκα</i> — Παθ., απαρ. παρακ. <i>παρῃνῆσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νουθετώ]], [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]], [[παραινέω]] τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[παραινέω]] τί τινι, σε Αισχύλ.· [[παραινέω]] τινί, [[συμβουλεύω]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλεύω]] ή [[προτείνω]] δημόσια, <i>παρῄνει τοιάδε</i>, σε Θουκ.· οὐ [[παραινέω]], [[συμβουλεύω]] να μην κάνει [[κάτι]] [[κάποιος]], στον ίδ.
|lsmtext='''παραινέω:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>παρῄνει</i>, Ιων. παραίνεε· μέλ. <i>-έσω</i> και <i>-έσομαι</i>· αόρ. αʹ [[παρῄνεσα]], παρακ. <i>παρῄνεκα</i> — Παθ., απαρ. παρακ. <i>παρῃνῆσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νουθετώ]], [[συνιστώ]], [[συμβουλεύω]], [[παραινέω]] τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[παραινέω]] τί τινι, σε Αισχύλ.· [[παραινέω]] τινί, [[συμβουλεύω]] κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβουλεύω]] ή [[προτείνω]] δημόσια, <i>παρῄνει τοιάδε</i>, σε Θουκ.· οὐ [[παραινέω]], [[συμβουλεύω]] να μην κάνει [[κάτι]] [[κάποιος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραινέω:''' (fut. παραινέσω и παραινέσομαι; impf. [[παρῄνουν]]; pass.: aor. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι) убеждать, увещевать, советовать (τινι Thuc.; τινί τι Pind.; τινι ποιεῖν τι Her., Plat. и τινα ποιεῖν τι NT; περί τινος Thuc., Plat.): π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι Xen. указывать, как кто должен себя вести.
}}
}}