παρομαρτέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρομαρτέω:''' сопровождать, провожать ([[ἑκατέρωθεν]] Plut.): ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.
}}
}}