πέζα: Difference between revisions

482 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέζᾰ:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πούς]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., η [[άκρη]] ή το [[τέλος]] ενός σώματος, <i>πέζῃ ἔπι πρώτῃ</i>, στο μακρινό [[τέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> το [[άκρο]] ή [[σύνορο]], το [[τελείωμα]] οποιουδήποτε πράγματος, λέγεται για [[ένδυμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πέζᾰ:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[πούς]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., η [[άκρη]] ή το [[τέλος]] ενός σώματος, <i>πέζῃ ἔπι πρώτῃ</i>, στο μακρινό [[τέλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> το [[άκρο]] ή [[σύνορο]], το [[τελείωμα]] οποιουδήποτε πράγματος, λέγεται για [[ένδυμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πέζα:''' ἡ<b class="num">1)</b> лодыжка или ступня: [[μέχρι]] πέζης Anth. до ступней;<br /><b class="num">2)</b> конец, край (εἰσόδου Luc.): ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἐπὶ πρώτῃ Hom. на переднем конце дышла;<br /><b class="num">3)</b> основание или дно (αὐτοφύτοιο νάπης Anth.);<br /><b class="num">4)</b> кайма платья Anth.
}}
}}