παρήγορος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρήγορος:''' Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον ([[ἀγορεύω]]), [[παρήγορος]], [[παρηγορητικός]], [[ενθαρρυντικός]], και ως ουσ., [[παρηγορητής]], σε Σοφ.
|lsmtext='''παρήγορος:''' Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον ([[ἀγορεύω]]), [[παρήγορος]], [[παρηγορητικός]], [[ενθαρρυντικός]], και ως ουσ., [[παρηγορητής]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρήγορος:''' дор. [[παράγορος]] (ρᾱ) ὁ утешитель, увещеватель Soph.
}}
}}