3,277,121
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | |lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιρρήγνῡμι:''' и [[περιρρηγνύω]] (fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)<br /><b class="num">1)</b> разрывать (τὸν χιτωνίσκον Dem.; τὴν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT): περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. (Клеопатра) разорвала на себе одежды;<br /><b class="num">2)</b> окапывать, отделять, изолировать кругом (τὸν γήλοφον [[κύκλῳ]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> разбивать (τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> разделять (на рукава) (τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> (о звуке) pass. трещать, грохотать: πολλαὶ βρονταὶ περιερρήγνυντο Plut. послышались частые удары грома. | |||
}} | }} |