3,277,114
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπήγνῡμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>· [[στερεώνω]] [[ολόγυρα]], φτιάχνω φράχτη [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>περιπέπηγα</i>, σταθεροποιούμαι [[ολόγυρα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>τὰ ὑποδήματα περ</i>., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν. | |lsmtext='''περιπήγνῡμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>· [[στερεώνω]] [[ολόγυρα]], φτιάχνω φράχτη [[τριγύρω]], με αιτ. τόπου, σε Πίνδ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. <i>περιπέπηγα</i>, σταθεροποιούμαι [[ολόγυρα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>τὰ ὑποδήματα περ</i>., πάγωναν στα πόδια, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπήγνῡμι:''' и [[περιπηγνύω]]<br /><b class="num">1)</b> кругом прикреплять, прилаживать (τῷ σώματι χιτῶνα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> прибивать, приколачивать (σαυνίῳ τὸν φλοιόν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> скреплять, делать твердым (τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plut.): τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο Xen. обувь затвердела (от мороза). | |||
}} | }} |