περιαιρετός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ.
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαιρετός:''' [adj. verb. к [[περιαιρέω]] могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος [[χρυσίον]] Thuc.; [[προσωπεῖον]] Luc.).
}}
}}