3,273,735
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ. | |lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιαιρετός:''' [adj. verb. к [[περιαιρέω]] могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος [[χρυσίον]] Thuc.; [[προσωπεῖον]] Luc.). | |||
}} | }} |