περίστεπτος: Difference between revisions

3b
(nl)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.
|elnltext=περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.
}}
{{elru
|elrutext='''περίστεπτος:''' увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).
}}
}}