πλινθουργός: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλινθουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πλινθουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθουργός:''' ὁ кирпичный мастер, кирпичник Arph.
}}
}}