πολιορκία: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιορκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πολιορκία]], [[κατάκτηση]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πίεση]] ή [[ενόχληση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πολιορκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πολιορκία]], [[κατάκτηση]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πίεση]] ή [[ενόχληση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιορκία:''' ион. πολιορκίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> осада Her., Thuc. etc.: μηχαναὶ πρὸς τὰς πολιορκίας Arst. осадные машины;<br /><b class="num">2)</b> докучливые придирки ([[ὕβρις]] καὶ π. Plut.).
}}
}}