3,240,908
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυγηθής:''' дор. [[πολυγαθής|πολυγᾱθής]] 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; [[Διώνυσος]] Hes.; [[ὀρχηθμός]] Anth.). | |||
}} | }} |