3,270,341
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυαρκής:''' богатейший, изобильный ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.). | |||
}} | }} |