πολυαρκής: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολυαρκής:''' -ές ([[ἀρκέω]]), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· <i>τὸπολυαρκές</i>, [[ανθεκτικότητα]], [[αντοχή]], [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυαρκής:''' богатейший, изобильный ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.).
}}
}}