πολύθροος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθροος:''' стяж. [[πολύθρους]] 2 многошумный ([[μάται]] Aesch.).
}}
}}