3,271,412
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύθροος:''' стяж. [[πολύθρους]] 2 многошумный ([[μάται]] Aesch.). | |||
}} | }} |