πολύεργος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύεργος:''' -ον (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται [[πολύ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πολύεργος:''' -ον (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται [[πολύ]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύεργος:''' Theocr. = [[πολυεργής]].
}}
}}