πολιορκητικός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιορκητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πολιορκία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''πολιορκητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πολιορκία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιορκητικός:''' применяемый при осаде (ἐπίνοιαι καὶ βίαι Polyb.).
}}
}}