ποτίζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτίζω:''' Δωρ. [[ποτίσδω]] ([[πότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i> και <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, με [[διπλή]] αιτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, έδωσε στα άλογα [[νέκταρ]] να πιούν, σε Πλάτ.· [[ποτήριον]] [[ποτίζω]] τινά, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[ποτίζω]] τη γη, σε Ξεν.· [[ποτίζω]] τα ζώα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ποτίζω:''' Δωρ. [[ποτίσδω]] ([[πότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i> και <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, με [[διπλή]] αιτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, έδωσε στα άλογα [[νέκταρ]] να πιούν, σε Πλάτ.· [[ποτήριον]] [[ποτίζω]] τινά, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[ποτίζω]] τη γη, σε Ξεν.· [[ποτίζω]] τα ζώα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτίζω:''' дор. [[ποτίσδω]]<br /><b class="num">1)</b> давать пить, поить (τοὺς ἵππους π. τι Plat.; ταύρως καὶ πόρτιας Theocr.): π. τὸ [[φάρμακον]] Arst. дать выпить лекарства; [[γάλα]] τινὰ π. NT поить кого-л. молоком;<br /><b class="num">2)</b> орошать, поливать (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὶ π. NT; αἱ ῥοιαὶ δι᾽ [[ὕδατος]] ποτιζόμεναι Arst.).
}}
}}