προεῖπον: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], (τα [[πρόφημι]] και [[προαγορεύω]] χρησιμ. στη [[θέση]] του), μτχ. <i>προειπών</i>, απαρ. <i>-ειπεῖν</i>· βλ. [[προερέω]],<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] ή [[διηγούμαι]] πιο [[πριν]], σε Πλάτ.· [[απαγγέλλω]] το [[προοίμιο]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[προκηρύττω]] ή [[δηλώνω]] δημοσίως, Λατ. indicere, <i>πόλεμόν τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>προεῖπόν τινι φόνου</i>, έκανε [[προκήρυξη]] φόνου [[εναντίον]] [[αυτού]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> με απαρ., [[διατάσσω]] ή [[παραγγέλλω]] από [[πριν]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, [[προεῖπον]] Λυδοῖσι (ενν. <i>ποιέειν</i>) τὰ ὁ [[Κροῖσος]] ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· [[προεῖπον]] ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare [[frumentum]], στον ίδ.
|lsmtext='''προεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], (τα [[πρόφημι]] και [[προαγορεύω]] χρησιμ. στη [[θέση]] του), μτχ. <i>προειπών</i>, απαρ. <i>-ειπεῖν</i>· βλ. [[προερέω]],<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] ή [[διηγούμαι]] πιο [[πριν]], σε Πλάτ.· [[απαγγέλλω]] το [[προοίμιο]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[προκηρύττω]] ή [[δηλώνω]] δημοσίως, Λατ. indicere, <i>πόλεμόν τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>προεῖπόν τινι φόνου</i>, έκανε [[προκήρυξη]] φόνου [[εναντίον]] [[αυτού]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> με απαρ., [[διατάσσω]] ή [[παραγγέλλω]] από [[πριν]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, [[προεῖπον]] Λυδοῖσι (ενν. <i>ποιέειν</i>) τὰ ὁ [[Κροῖσος]] ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· [[προεῖπον]] ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare [[frumentum]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεῖπον:''' (aor. к inf. προειπεῖν)<br /><b class="num">1)</b> сказать раньше ([[τοῦτο]] προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ [[ἔμπροσθεν]] Arst.): οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς [[εἴρηκα]] ὧν [[προεῖπον]] Plat. ничего неверного я не говорил из того, что сказал раньше;<br /><b class="num">2)</b> возвестить, объявить (νικητήριά τισι Xen.; πόλεμόν τινι Her.): τὸ [[κήρυγμα]], [[ὅπερ]] προεῖπας Soph. сделанное тобою ранее объявление; θάνατόν τινι π. μὴ πράξαντι [[ταῦτα]] Plat. объявить смертную казнь за неисполнение этого; π. Λυδοῖσι (sc. ποιέειν) τὰ ὁ [[Κροῖσος]] ὑπετίθετο Her. предложить поступать с лидянами по указаниям Креза;<br /><b class="num">3)</b> обвинить, привлечь к судебной ответственности (π. τινι φόνου Dem.).
}}
}}