πρόμοιρος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πρόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη [[μοίρα]] ορισμένο χρόνο, δηλ. [[πρόωρος]], λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.
}}
}}