προσιππεύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ιππεύω]] [[εναντίον]], [[εφορμώ]], κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''προσιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ιππεύω]] [[εναντίον]], [[εφορμώ]], κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσιππεύω:''' подъезжать верхом, aor. прискакать (τινί Plut.): οἱ ἱππῆς προσιππεύοντες ᾗ δοκοῖ προσέβαλλον Thuc. (халкидонские) всадники совершали конные атаки всюду, где считали возможным.
}}
}}