προκατασκευάζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατασκευάζω:''' тж. med. заранее готовить, подготовлять (τι Arst., med. Polyb.): ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; τούτων προκατασκευασμενων Plut. или προκατασκευασθέντων Polyb. когда это было подготовлено.
}}
}}