πρόσεδρος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσεδρος:''' находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
}}
}}