πρόσφατος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσφᾰτος:''' <b class="num">1)</b> свежий ([[νεκρός]] Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; [[χιών]] Polyb.; [[ὕδωρ]] Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев еще не остыл;<br /><b class="num">2)</b> недавний, новый (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; [[ὁδός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> молодой, неопытный (π. καὶ [[καινός]] τινι Plut.).
}}
}}