3,274,201
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ. | |lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσφᾰτος:''' <b class="num">1)</b> свежий ([[νεκρός]] Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; [[χιών]] Polyb.; [[ὕδωρ]] Plut.): τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. когда гнев еще не остыл;<br /><b class="num">2)</b> недавний, новый (δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; [[ὁδός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> молодой, неопытный (π. καὶ [[καινός]] τινι Plut.). | |||
}} | }} |