προσσωρεύω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσσωρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[επιπλέον]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προσσωρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[επιπλέον]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσσωρεύω:''' собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).
}}
}}