προτέμνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτέμνω:''' Ιων. και Επικ. -[[τάμνω]]· μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>προὔτᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[περικόπτω]] εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκόπτω]] το [[επάνω]] [[μέρος]] ή [[απλώς]] [[κόβω]], Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[κόβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο [[αυλάκι]] [[μπροστά]] μου, στο ίδ.
|lsmtext='''προτέμνω:''' Ιων. και Επικ. -[[τάμνω]]· μέλ. <i>-τεμῶ</i>, αόρ. βʹ <i>προὔτᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[περικόπτω]] εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκόπτω]] το [[επάνω]] [[μέρος]] ή [[απλώς]] [[κόβω]], Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[κόβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο [[αυλάκι]] [[μπροστά]] μου, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προτέμνω:''' эп.-ион. [[προτάμνω]]<br /><b class="num">1)</b> предварительно разрезывать (sc. [[ὄψον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> отрезывать, отсекать (κορμὸν ἐκ ῥίζης Hom.);<br /><b class="num">3)</b> прорезать, прорывать: ὠλκα προτάμνεσθαι Hom. прокладывать (своим плугом) борозду.
}}
}}