3,276,318
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πτωκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[πτώσσω]]), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· <i>πτωκάδες</i>, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά. | |lsmtext='''πτωκάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[πτώσσω]]), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· <i>πτωκάδες</i>, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτωκάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f пугливая, робкая (αἴθυιαι Hom.).<br />άδος ἡ птица, предполож. гарпия (αἰθέρος πτωκάδες Soph.). | |||
}} | }} |