ῥέω: Difference between revisions

3,529 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥέω:''' Επικ. [[ῥείω]], γʹ ενικ. παρατ. [[ἔρρει]], Επικ. <i>ἔρρεε</i> ή <i>ῥέε</i>· μέλ. [[ῥεύσομαι]], Δωρ. <i>ῥευσοῦμαι</i>· αόρ. αʹ [[ἔρρευσα]] — Αττ. μέλ. και αόρ. αʹ έχουν Παθ. τύπο <i>ῥῠήσομαι</i>, [[ἐρρύην]]· παρακ. [[ἐρρύηκα]], σε Πλάτ.· το [[ρήμα]] αυτό, όπως και τα [[πνέω]], [[χέω]], δεν συναιρεί τα <i>εη</i>, <i>εο</i>, <i>εω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω, [[τρέχω]], ρέω ορμητικά, (ξε)χύνομαι, [[αναβλύζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. του πράγματος που ρέει, <i>πηγὴ ῥέει ὕδατι</i>, η [[κρήνη]] αναβλύζει [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· ῥέεν αἵματι [[γαῖα]], στο ίδ.· ῥεῖ γάλακτι [[πεδίον]], σε Ευρ.· λέγεται και για [[δήλωση]] μεγάλου ποταμού, [[μέγας]] ῥεῖ, ρέει, κυλά σε πλατύ [[ρεύμα]] ή έχει [[μεγάλη]], ευρεία ροή, σε Ηρόδ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>πολὺς ῥεῖ</i>· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ῥεῖ πολὺς [[ὅδε]] [[λεώς]], σε Αισχύλ.· χρησιμ. για ποταμό, επίσης, <i>ῥέει ἀπὸ χιόνος</i>, αντλεί, τροφοδοτεί τη ροή, τα νερά του από το λιωμένο [[χιόνι]], σε Ηρόδ.· παροιμ., [[ἄνω]] ῥέειν, ρέω, [[κυλώ]] προς τα [[πίσω]], λέγεται για πράγματα που είναι αδύνατο να συμβούν, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., χρησιμ. για πράγματα, ἐκ [[χειρῶν]] βέλεα [[ῥέον]], από τα χέρια τους ρίχνονταν σαν [[βροχή]] τα βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται επίσης, για τη ροή των λόγων, για την [[ίδια]] την [[ομιλία]], ἀπὸγλώσσης μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]], στο ίδ.· απόλ., λέγεται για τη [[γλώσσα]], κινούμαι δεξιοτεχνικά, με [[ευστροφία]], ευέλικτα, με [[άνεση]] και εύκολα, [[χειρίζομαι]] απρόσκοπτα την [[προφορά]] και την [[ομιλία]], σε Αισχύλ. (πρβλ. [[salso]] multoque fluenti)· λέγεται για λέξεις ή συναισθήματα, είμαι [[έκδηλος]], [[ξεχειλίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]], [[λιγοστεύω]], μειώνομαι, π.χ. για τα μαλλιά ή για τις [[τρίχες]] του σώματος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· μεταγεν., γενικά, [[καταρρέω]] ή [[λιώνω]] [[τελείως]], διαλύομαι, φθείρομαι, [[χάνομαι]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ῥέω]] [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, [[κλίνω]], [[ρέπω]] προς [[κάτι]], είμαι [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]], σε Ισοκρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σπάνια ως μτβ., [[χύνω]], [[ἔρρει]] [[χοάς]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., ῥείτω [[γάλα]], [[μέλι]], ας τρέχει [[γάλα]], [[μέλι]], σε Θεόκρ.· ποταμῷ [[οἶνον]] ῥέοντι, σε Λουκ.<br /><b class="num">• [[ῥέω]]:</b> [[λέγω]], [[απαγγέλλω]], βλ. [[ἐρῶ]].
|lsmtext='''ῥέω:''' Επικ. [[ῥείω]], γʹ ενικ. παρατ. [[ἔρρει]], Επικ. <i>ἔρρεε</i> ή <i>ῥέε</i>· μέλ. [[ῥεύσομαι]], Δωρ. <i>ῥευσοῦμαι</i>· αόρ. αʹ [[ἔρρευσα]] — Αττ. μέλ. και αόρ. αʹ έχουν Παθ. τύπο <i>ῥῠήσομαι</i>, [[ἐρρύην]]· παρακ. [[ἐρρύηκα]], σε Πλάτ.· το [[ρήμα]] αυτό, όπως και τα [[πνέω]], [[χέω]], δεν συναιρεί τα <i>εη</i>, <i>εο</i>, <i>εω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω, [[τρέχω]], ρέω ορμητικά, (ξε)χύνομαι, [[αναβλύζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. του πράγματος που ρέει, <i>πηγὴ ῥέει ὕδατι</i>, η [[κρήνη]] αναβλύζει [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· ῥέεν αἵματι [[γαῖα]], στο ίδ.· ῥεῖ γάλακτι [[πεδίον]], σε Ευρ.· λέγεται και για [[δήλωση]] μεγάλου ποταμού, [[μέγας]] ῥεῖ, ρέει, κυλά σε πλατύ [[ρεύμα]] ή έχει [[μεγάλη]], ευρεία ροή, σε Ηρόδ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>πολὺς ῥεῖ</i>· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ῥεῖ πολὺς [[ὅδε]] [[λεώς]], σε Αισχύλ.· χρησιμ. για ποταμό, επίσης, <i>ῥέει ἀπὸ χιόνος</i>, αντλεί, τροφοδοτεί τη ροή, τα νερά του από το λιωμένο [[χιόνι]], σε Ηρόδ.· παροιμ., [[ἄνω]] ῥέειν, ρέω, [[κυλώ]] προς τα [[πίσω]], λέγεται για πράγματα που είναι αδύνατο να συμβούν, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., χρησιμ. για πράγματα, ἐκ [[χειρῶν]] βέλεα [[ῥέον]], από τα χέρια τους ρίχνονταν σαν [[βροχή]] τα βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται επίσης, για τη ροή των λόγων, για την [[ίδια]] την [[ομιλία]], ἀπὸγλώσσης μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]], στο ίδ.· απόλ., λέγεται για τη [[γλώσσα]], κινούμαι δεξιοτεχνικά, με [[ευστροφία]], ευέλικτα, με [[άνεση]] και εύκολα, [[χειρίζομαι]] απρόσκοπτα την [[προφορά]] και την [[ομιλία]], σε Αισχύλ. (πρβλ. [[salso]] multoque fluenti)· λέγεται για λέξεις ή συναισθήματα, είμαι [[έκδηλος]], [[ξεχειλίζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]], [[λιγοστεύω]], μειώνομαι, π.χ. για τα μαλλιά ή για τις [[τρίχες]] του σώματος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· μεταγεν., γενικά, [[καταρρέω]] ή [[λιώνω]] [[τελείως]], διαλύομαι, φθείρομαι, [[χάνομαι]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ῥέω]] [[ἐπί]] ή <i>εἴς τι</i>, [[κλίνω]], [[ρέπω]] προς [[κάτι]], είμαι [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]], σε Ισοκρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σπάνια ως μτβ., [[χύνω]], [[ἔρρει]] [[χοάς]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., ῥείτω [[γάλα]], [[μέλι]], ας τρέχει [[γάλα]], [[μέλι]], σε Θεόκρ.· ποταμῷ [[οἶνον]] ῥέοντι, σε Λουκ.<br /><b class="num">• [[ῥέω]]:</b> [[λέγω]], [[απαγγέλλω]], βλ. [[ἐρῶ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥέω:''' (только pf. [[εἴρηκα]]; pass.: fut. [[ῥηθήσομαι]], fut. 3 [[εἰρήσομαι]], aor. ἐρρήθεν и [[ἐρρέθην]] - ион. [[εἰρέθην]], pf. [[εἴρημαι]], ppf. εἰρήμην) говорить.<br /><b class="num">I</b> эп. тж. Hes., Anth. [[ῥείω]], редко Plut., Luc. [[ῥέομαι]] (fut. [[ῥεύσομαι]] - дор. ῥευσοῦμαι, поздн. [[ῥεύσω]], атт. [[ῥυήσομαι]], aor. 1 [[ἔρρευσα]], aor. 2 [[ἐρρύην]], pf. [[ἐρρύηκα]]; формы на εη, εο и εω - без стяжения)<br /><b class="num">1)</b> течь, литься, струиться (ῥέε δάκρυα Hom.): ῥ. ὕδατι λιαρῷ Hom. источать горячую воду; ῥ. αἵματι Hom. или φόνῳ Eur. струиться кровью; φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Eur. ущелья, по которым течет вода, т. е. горные потоки; ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος Her. (о реке) образоваться от тающих снегов; ἱδρῶτι ῥεούμενοι (= ῥεόμενοι) Her. обливающиеся потом; μέλιτος [[γλυκίων]] ῥέεν [[αὐδή]] Hom. слаще меда лилась речь (Нестора); ῥ. ἐπαίνῳ Arph. быть осыпаемым похвалами; χρυσῷ ῥ. Eur. купаться в золоте; [[ἄνω]] ῥ. Eur. или [[ἄνω]] ποταμῶν ῥ. погов. Eur., Dem. течь вспять, т. е. быть поставленным вверх дном; ὡς [[ἰόντων]] ἁπάντων καὶ ἀεὶ ῥεόντων Plat. так как все движется и вечно течет; οἱ ῥέοντες Plat. «текучие», т. е. последователи Гераклита;<br /><b class="num">2)</b> растекаться, разливаться (ὁ ποταμὸς ἐρρύη [[μέγας]] Thuc.): ἡ φλὸξ ῥυεῖσα Plut. распространившееся пламя;<br /><b class="num">3)</b> расплываться, исчезать (ῥ. καὶ ἀπόλλυσθαι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> наплывать, устремляться (ῥεῖ πολὺς [[ὅδε]] λεὼς [[πρόδρομος]] Aesch.): ῥέων στρατὸς ἔστειχε Eur. армия неудержимо прорывалась вперед;<br /><b class="num">5)</b> нападать, (гневно) набрасываться ([[κατά]] τινος Dem. и πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">6)</b> с жаром набрасываться, ревностно приниматься (ῥ. πρὸς τὰ μαθήματα Plat.; ῥ. ἐπὶ ποιητικήν Plut.);<br /><b class="num">7)</b> опадать (ῥεῖ ὁ [[καρπός]] Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> падать, выпадать (τῶν ἐκ μελέων [[τρίχες]] ἔρρεον Hom.): ῥέουσι αἱ [[τρίχες]] ἐκ τῆς κεφαλῆς Arst., Theocr. волосы выпадают на голове;<br /><b class="num">9)</b> (о корабле) пропускать воду, течь Arst.;<br /><b class="num">10)</b> страдать истечениями: αἱ κοιλίαι αἱ ῥέουσαι Diod. понос;<br /><b class="num">11)</b> лить, струить ([[γάλα]] Theocr.; [[οἶνον]] Luc.).
}}
}}