ῥάπτω: Difference between revisions

1,008 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥάπτω:''' μέλ. <i>ῥάψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔρραψα</i>, Επικ. <i>ῥάψα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐρραψάμην</i> — Παθ., αόρ. βʹ ἐρράφην [ᾰ]· παρακ. [[ἔρραμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ράβω]] ή [[συρράπτω]], [[ενώνω]] [[δύο]] κομμάτια, [[γαζώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων</i>, [[κατασκευάζω]] [[σωλήνα]], οχετό από [[δέρμα]], σε Ηρόδ.· ῥαψάμενος [[τουτί]] (ενν. τὸ [[προσκεφάλαιον]]), παρήγγειλες να ραφθεί για 'σένα, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] επίσης, [[ράβω]] [[επάνω]] σε ή δίπλα σε [[κάτι]], στον ίδ. — Παθ., ἐρράφθαι τὸ [[χεῖλος]], το να έχει [[κάποιος]] τα χείλη του ραμμένα, [[κλειστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επινοώ]], [[σκαρώνω]], [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[συνωμοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας μὲν σύ, <i>ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης</i>, εσύ έφτιαξες το [[παπούτσι]], [[αλλά]] ο Αρισταγόρας το φόρεσε, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ῥάπτω:''' μέλ. <i>ῥάψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔρραψα</i>, Επικ. <i>ῥάψα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐρραψάμην</i> — Παθ., αόρ. βʹ ἐρράφην [ᾰ]· παρακ. [[ἔρραμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ράβω]] ή [[συρράπτω]], [[ενώνω]] [[δύο]] κομμάτια, [[γαζώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Μέσ., <i>ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων</i>, [[κατασκευάζω]] [[σωλήνα]], οχετό από [[δέρμα]], σε Ηρόδ.· ῥαψάμενος [[τουτί]] (ενν. τὸ [[προσκεφάλαιον]]), παρήγγειλες να ραφθεί για 'σένα, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] επίσης, [[ράβω]] [[επάνω]] σε ή δίπλα σε [[κάτι]], στον ίδ. — Παθ., ἐρράφθαι τὸ [[χεῖλος]], το να έχει [[κάποιος]] τα χείλη του ραμμένα, [[κλειστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επινοώ]], [[σκαρώνω]], [[εφευρίσκω]], [[μηχανεύομαι]], [[συνωμοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας μὲν σύ, <i>ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης</i>, εσύ έφτιαξες το [[παπούτσι]], [[αλλά]] ο Αρισταγόρας το φόρεσε, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥάπτω:''' (impf. ἔρραπτον - эп. ἔραπτον и ῥάπτον, fut. ῥάψω, aor. ἔρραψα - эп. ῥάψα; pass.: aor. 2 ἐρράφην с ᾰ, pf. [[ἔρραμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> шить, сшивать (βοείας Hom.): ῥάπτεσθαί τινί τι Arph. собственноручно сшить кому-л. что-л.; [[τοῦτο]] τὸ [[ὑπόδημα]] ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Her. сшил эту обувь ты, а надел (ее) Аристагор, т. е. затеял это ты, а осуществил Аристагор;<br /><b class="num">2)</b> зашивать, вшивать (τι εἴς τι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> слагать, сочинять (ἀοιδήν Hes.);<br /><b class="num">4)</b> затевать, замышлять, подстраивать (φόνον ἐπί τινι Her.; [[μόρον]] τινί Eur.).
}}
}}