3,277,121
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥύπτω:''' чистить, вытирать, мыть (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ [[ὅτου]] ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства. | |||
}} | }} |