ῥυσός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῡσός:''' <b class="num">1)</b> морщинистый, сморщенный ([[γέρων]] Eur.; [[πρόσωπον]] Men.; [[ἀκρόδρυα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нахмуренный ([[ἐπισκύνιον]] Anth.).
}}
}}